λωτοφάγος — ο 1. αυτός που τρώει λωτούς. 2. ως κύρ. όν., Λωτοφάγοι, οι αρχαίος μυθικός λαός που κατοικούσε στις ακτές της Τριπολίτιδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
lotófago — lotófago, a (del gr. «lōtophágos», que come loto) adj. y n. Se aplicaba a los individuos de ciertos pueblos del norte de África, y a esos pueblos, donde se producía el fruto llamado «loto». ⇒ Loto. * * * lotófago, ga. (Del gr. λωτοφάγος, que come … Enciclopedia Universal
Λωτοφαγίτις — Λωτοφαγῑτις, ἡ (Α) [λωτοφάγος] επίθ. χώρα στην οποία κατοικούσαν άνθρωποι που τρέφονταν με λωτούς («ἡ μικρά σύρτις, ἣν καὶ Λωτοφαγῑτιν σύρτιν λέγουσιν», Στράβ.) … Dictionary of Greek
λωτοφαγία — λωτοφαγία, ἡ (Α) [λωτοφάγος] 1. το να τρέφεται κανείς με λωτούς 2. ως κύριο όν. ἡ Λωτοφαγία πιθ. ονομασία τής χώρας τών μυθικών Λωτοφάγων, τής χώρας που οι κάτοικοι της τρέφονταν με λωτούς … Dictionary of Greek
λωτοφαγώ — λωτοφαγῶ, έω (Α) [λωτοφάγος] τρώω λωτούς, τρέφομαι με καρπούς τού δένδρου λωτός … Dictionary of Greek
λωτός — I Κοινή ονομασία του φυτικού είδους Diospyrus kaki, της οικογένειας των εβενιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για δέντρο που φτάνει σε ύψος τα 14 μ. Χάρη στην ωραία κόμη του, με το σκούρο πράσινο, σχεδόν μεταλλικό χρώμα, εκτιμάται και ως… … Dictionary of Greek
lotófago — lotófago, ga (Del gr. λωτοφάγος, que come loto). adj. Se dice del individuo de ciertos pueblos que habitaban en la costa septentrional de África. U. t. c. s. m. y m. en pl.) … Diccionario de la lengua española